εὔβολος

εὔβολος
εὔβολ-ος, ον,
A throwing luckily (with the dice),

Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος Eub.58

, cf. Poll.9.94, Suid. s.v. Μίδας: generally, lucky,

ἄγρη Opp. H.3.71

, Hld.5.18. Adv., ἦν γὰρ -λως ἔχων he was in luck, cj. Pors. for εὐβούλως, A.Ch.696: [comp] Comp.,

πεσσοὶ -ώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… …   Dictionary of Greek

  • εὔβολος — throwing luckily masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβολώτερον — εὔβολος throwing luckily masc acc comp sg εὔβολος throwing luckily neut nom/voc/acc comp sg εὔβολος throwing luckily adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβόλως — εὔβολος throwing luckily adverbial εὔβολος throwing luckily masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔβολον — εὔβολος throwing luckily masc/fem acc sg εὔβολος throwing luckily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβολωτάτου — εὔβολος throwing luckily masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβολώτατος — εὔβολος throwing luckily masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔβολοι — εὔβολος throwing luckily masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] …   Dictionary of Greek

  • βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… …   Dictionary of Greek

  • βολικός — ή, ό 1. άνετος, αναπαυτικός 2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”